2 εἴρω
• Morfología: [3a sg. impf. εἶρεν B.17.20, 74]
1 decir
μνηστῆρσιν δ' ... τάδε εἴρωOd.2.162, cf. 13.7,
τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρωOd.11.137,
εἶρεν τε·B.ll.cc.,
τὸ γὰρ ‘εἴρειν’ λέγειν ἐστίνPl.Cra.398d, cf. 408a,
ἓν τοῦτο δ'εἴρειMen.Mis.297.
2 indicar, mostrar
εἴρει (σελήνη) ὁποσταίη μηνὸς περιτέλλεται ἠώςArat.739.
• Etimología: De *(H)u̯erHu̯1- > Ϝερi̯ω > εἴρω, cf. lat. uerbum; y en ø/ø ai. vratá- ‘orden’ y en ø/P ῥήτωρ, εἴρηκα < *(H)u̯reHu̯1-.